κολάζω

κολάζω
κόλασα, κολάστηκα, κολασμένος
1. μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του έκαμε και άλλο χειρότερο σφάλμα.
2. τιμωρώ: Υπάρχει νόμος που κολάζει την πράξη αυτή.
3. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, σκανδαλίζω: Μην ντύνεσαι τόσο προκλητικά και κολάζεις τα παιδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολάζω — check pres subj act 1st sg κολάζω check pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάζω — κολάζω, κόλασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… …   Dictionary of Greek

  • κεκολασμένα — κολάζω check perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκολασμένᾱ , κολάζω check perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκολασμένᾱ , κολάζω check perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάζεσθε — κολάζω check pres imperat mp 2nd pl κολάζω check pres ind mp 2nd pl κολάζω check imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάζετε — κολάζω check pres imperat act 2nd pl κολάζω check pres ind act 2nd pl κολάζω check imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάζῃ — κολάζω check pres subj mp 2nd sg κολάζω check pres ind mp 2nd sg κολάζω check pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάσουσι — κολάζω check aor subj act 3rd pl (epic) κολάζω check fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κολάζω check fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάσουσιν — κολάζω check aor subj act 3rd pl (epic) κολάζω check fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κολάζω check fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολάσω — κολάζω check aor subj act 1st sg κολάζω check fut ind act 1st sg κολάζω check aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”